ημιμορφίτης ή καλαμίνα — Ένα από τα κυριότερα μεταπυριτικά άλατα του ψευδαργύρου (τσίγκου), που καθορίζεται χημικά με τον τύπο Zn4Si2O7(OH)2.(H2O). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό συστήμα, έχει σκληρότητα 4,5 5 και πυκνότητα 3,4 3,5 gr/cm3. Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος·… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… … Dictionary of Greek
καλαμίνα — Βλ. λ. ημιμορφίτης. * * * η (ορυκτ.) παλιά ονομασία δύο ορυκτών τού ψευδαργύρου … Dictionary of Greek
σμιθσονίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου (ZnCO3), ένα από τα σημαντικότερα για την εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Είναι ισόμορφο με τον ασβεστίτη, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, αλλά σπάνια παρουσιάζει καλά διαμορφωμένους κρυστάλλους, και εμφανίζεται συνήθως… … Dictionary of Greek